Κυκλοφόρησε στη Μόσχα η δίτομη «Εγκυκλοπαίδεια του GUM». Ο ιστορικός της τέχνης και κριτικός αρχιτεκτονικής Γκριγκόρι Ρέβζιν με τους συνεργάτες δημιούργησαν μια εγκυκλοπαίδεια της ρωσικής ζωής, όπως ήταν ορατή από τα παράθυρα του κεντρικού πολυκαταστήματος της χώρας στην Κόκκινη πλατεία.
Το GUM (Κρατικό πολυκατάστημα) έχει δει πολλά: Σ’ αυτό πότε άκμαζε το εμπόριο, πότε αποθήκευαν όπλα και πατάτες, κάποτε ζούσε κόσμος σε διαμερίσματα ακριβώς δίπλα από τις εμπορικές ζώνες, εδώ αποχαιρετούσαν τις κομματικές ελίτ, κατασκεύασαν τον πρώτο πύραυλο με αεριωθούμενο κινητήρα και παρουσίασαν μια νέα συλλογή μοντέλα της Dior...
Το GUM έγινε ο καθρέφτης που αντικατόπτριζε τη ζωή στη χώρα, την πραγματική και την ποθητή. Επιλέξαμε τέσσερα γεγονότα από την έκδοση, τα οποία βοηθούν να δούμε διαφορετικά και το ίδιο το πολυκατάστημα, και τα γεγονότα της ρωσικής ιστορίας του 20ου αιώνα.
Το κατάστημα, στο οποίο κατοικούσαν
Το Κρατικό πολυκατάστημα (με έμφαση στο Κρατικό), άνοιξε με πρωτοβουλία του Λένιν το 1921. Το 1923 ο διάσημος καλλιτέχνης Αλεξάντρ Ρόντσενκο επινόησε το λογότυπο του GUM, το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, και μαζί με τον ποιητή Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι ξεκίνησε την έκδοση μιας σειράς από διαφημιστικές αφίσες, το νόημα των οποίων ήταν ότι στο GUM επικρατεί αφθονία.
Το ίδιο διάστημα, ο τρίτος όροφος πραγματικά κατοικούνταν. Η Μοσχοβίτισα Ελεονόρα Γκαρκουνόβα τα πρώτα 25 χρόνια της τα έζησε στο GUM, σ’ ένα δωμάτιο με θέα την οδό Ιλίνκα. Όπως αναφέρει η ίδια, «από αυτή την άποψη ήμασταν τυχεροί, εκτός από μας, μόνο άλλης μιας οικογένειας τα παράθυρα έβλεπαν στο δρόμο, σε όλα τα άλλα διαμερίσματα τα παράθυρα έβλεπαν στο εσωτερικό, κάτω από τη γυάλινη στέγη». Στην Κόκκινη πλατεία ήταν καταχωρημένες δέκα οικογένειες. Οι συνθήκες της καθημερινής ζωής ήταν για όλους οι ίδιες. Σύστημα ύδρευσης δεν υπήρχε, ούτε και φυσικό αέριο. Μαγείρευαν μέσα στα δωμάτια με συσκευές κηροζίνης. Δεν χαρακτηρίζονταν από ανέσεις ούτε οι βρώμικες δημόσιες τουαλέτες του GUM, ανδρικές και γυναικείες, απ’ όπου επίσης έπαιρναν και το νερό. Η Ελεονόρα θυμάται ότι «στα τέλη της δεκαετίας του ΄30 δίπλα στην είσοδο της Ιλίνκα, στο υπόγειο, άνοιξε μια τουαλέτα με αντίτιμο που ήταν καθαρή, είχε μάλιστα και ηλεκτρικούς στεγνωτήρες για τα χέρια. Ένα πραγματικό θαύμα. Η είσοδος στοίχιζε 10 καπίκια, αλλά ήμουν τυχερή που υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Όταν η θυρωρός έμαθε ότι μένω στο GUM, μου επέτρεψε να μπαίνω δωρεάν. Μάλιστα, ο πατέρας της Ελεονόρα εργαζόταν στην Εθνική Επιτροπή Οικονομικών.
Στις 8 το πρωί, όταν άνοιγαν τα μαγαζιά, σε όλο το GUM ακουγόταν ο θόρυβος από το περπάτημα, οι υπάλληλοι που εφημέρευαν τη νύχτα βιάζονταν να πιάσουν σειρά στα εμπορικά τμήματα. Από αυτούς τους θορύβους οι κάτοικοι του GUM καταλάβαιναν τι ώρα είναι. Τα παιδιά των κατοίκων του GUM τα άφηναν καμιά φορά να βλέπουν κινηματογράφο στην αίθουσα συνεδριάσεων, τη μελλοντική Αίθουσα Προβολών, ενώ αυτά έκαναν τις βόλτες τους στον Κήπο του Αλεξάνδρου.
«Το να ζει κανείς στο GUM -αναφέρει η Ελεονόρα- δεν προκαλούσε εντύπωση σε κανέναν, η εγγύτητα με το Κρεμλίνο δεν θεωρούνταν κάτι το ιδιαίτερο, όλα φαίνονταν φυσικά». Μόνο κατά τη διάρκεια των παρελάσεων, μερικές φορές κάθε χρόνο, απαγορευόταν να καλείς επισκέπτες, ενώ στα δωμάτια εκτελούσε σκοπιά ένας στρατιωτικός, προκειμένου κανείς από τους ενήλικους να μην πλησιάσει στα παράθυρα.
Στην ανάμνηση αυτή αναφέρεται και ο εκφωνητής της Κρατικής Τηλεόρασης και Ραδιοφωνίας, Ίγκορ Κιρίλοφ, ο οποίος περιέγραφε τις παρελάσεις στην Κόκκινη πλατεία από το GUM, παρακολουθώντας τα μηχανοκίνητα τμήματα σε μια μικρή οθόνη. Η επιθυμία να δει την παρέλαση από το παράθυρο, ήταν πολύ μεγάλη. Με το που έκανε όμως ένα βήμα προς το παράθυρο, ο στρατιωτικός κυριολεκτικά τον ωθούσε προς τα πίσω. Ο ίδιος αναφέρει ότι ύστερα από πολλά χρόνια συνάντησε αυτό τον άνθρωπο στο δρόμο, εκείνος τον πλησίασε και του εκμυστηρεύτηκε ότι «στη διάρκεια της παρέλασης υπήρχαν πάντα αγκυροβολημένοι ελεύθεροι σκοπευτές, οι οποίοι ήλεγχαν την Κόκκινη πλατεία σε ολόκληρη την περίμετρό της και είχαν διαταγή να πυροβολήσουν οποιονδήποτε εμφανιζόταν σε παράθυρο».
Η Ελεονόρα Γκαρκουνόβα έμεινε στο GUM ως το 1953. Μετά το θάνατο του Στάλιν το εμπόριο στο GUM σταμάτησε, ενώ τους ενοίκους, τους εγκατέστησαν σε άλλα μέρη.
Τη νύχτα της 8ης προς 9η Νοεμβρίου 1932 στο δημόσιας ιδιοκτησίας διαμέρισμα στο Κρεμλίνο αυτοκτόνησε η Ναντέζντα Αλιλούεβα, δεύτερη σύζυγος του Στάλιν και μητέρα των δύο παιδιών του. Ήταν 31 ετών. Αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά και μάλιστα δυο φορές, καθώς ο πρώτος πυροβολισμός δεν ήταν θανατηφόρος. Όπως λεγόταν, δεν ήθελε απλώς να δώσει τέλος στη ζωή της, αλλά και να «τιμωρήσει» τον Στάλιν, κάτι που κατάφερε, καθώς το γεγονός τον συντάραξε (οι εκδοχές για τους λόγους ποικίλουν, λέγεται ότι η Αλιλούεβα ζήλευε τον Στάλιν, θεωρώντας πως την απατούσε).
Το φέρετρο με τη σορό της Ναντέζντα Αλιλούεβα τοποθετήθηκε για δημόσιο αποχαιρετισμό στην Αίθουσα Προβολών, όπου σήμερα πραγματοποιούνται επιδείξεις και παρουσιάσεις. Στις 10 Νοεμβρίου η αίθουσα άνοιξε για όλους όσους επιθυμούσαν να της πουν το τελευταίο αντίο και στο GUM έσπευδε ασταμάτητα πλήθος κόσμου. Υπάρχει σχετικό βίντεο από εκείνο το γεγονός και όπως φαίνεται, τον κόσμο παρακινούσε κυρίως η περιέργεια. Ήταν μια ευκαιρία να δουν από κοντά την ανώτατη ηγεσία της χώρας. Δίπλα από το φέρετρο που ήταν γεμάτο από λουλούδια και στεφάνια καθόταν η Ναντέζντα Κρούπσκαγια, σύζυγος του Λένιν. Γύρω του στέκονταν οι Μόλοτοφ, Ορντζονικίτζε, Καγκανόβιτς, Βοροσίλοφ κ.α. Ο ίδιος ο Στάλιν κοιτούσε αποσβολωμένος και με πρόσωπο πρησμένο από το κλάμα το νεκρό πρόσωπο της συζύγου του. Πότε άλλοτε θα μπορούσε κανείς να δει κάτι τέτοιο; Έκλαψε δημοσίως και αυτό εξέπληξε ακόμα και τους ανθρώπους του πολύ στενού του κύκλου. Ήταν μάλλον η μοναδική φορά που είδαν τον Στάλιν ως έναν απλό άνθρωπο που υπέφερε μια προσωπική δυστυχία.
Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο Στάλιν ήταν έτοιμος να κατεδαφίσει το GUM και να διαγράψει από τη μνήμη τον φοβερό Νοέμβριο. Για πρώτη φορά υπέγραψε το σχετικό διάταγμα το 1934. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄30 το εμπόριο στο GUM είχε σχεδόν καταργηθεί και το πολυκατάστημα έμοιαζε με τεράστιο συγκρότημα γραφείων κάθε είδους υπηρεσιών, από το υπουργείο Πολιτισμού της ΕΣΣΔ και το υπουργείο Βιομηχανίας Άνθρακα μέχρι την Ένωση του Ερυθρού Σταυρού. Στο μέρος του GUM αποφασίστηκε να δημιουργηθεί ένα υπερυπουργείο, το Μέγαρο της Εθνικής Επιτροπής Βαριάς Βιομηχανίας. Ένα τεράστιο επιβλητικό κτίριο σε στυλ ιταλικού ανακτόρου, στη σοβιετική του εκδοχή. Τέσσερις πύργοι ύψους 160 μ., συνδεόμενες με περάσματα στους 30 ορόφους, προκειμένου οι υπουργοί να πηγαίνουν ο ένας στον άλλο για τις συσκέψεις. Στα σχέδια που παρουσιάστηκαν στο διαγωνισμό οι αρχιτέκτονες προέβλεπαν την εκ θεμελίων κατεδάφιση του κτιρίου του GUM και τη μετατροπή της Κόκκινης πλατείας σε τεράστια λεωφόρο. Στο γενικό πολεοδομικό σχέδιο της Μόσχας του 1935 το GUM δεν υπήρχε, θεωρούνταν πώς είχε πάψει να υφίσταται. Όπως αναφερόταν στην έκθεση του σχεδίου, «η Μόσχα δεν χρειάζεται το GUM. Η Κόκκινη πλατεία, στην οποία βρίσκεται το μαυσωλείο του Λένιν, είναι πολύ στενή, πρέπει να επεκταθεί στο χώρο που βρίσκεται το GUM».
Το παράξενο δεν ήταν ότι ο Στάλιν ήθελε να γκρεμίσει το GUM, αλλά το γεγονός ότι τελικά αυτό δεν συνέβη. Τη δεκαετία του ΄30 το άμεσο ξεκίνημα των εργασιών της κατεδάφισης εμπόδισε η Εθνική Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων. Στην πρώτη ζώνη του GUM ο Λαβρέντι Μπέρια είχε το γραφείο του και ολόκληρη αυτή η πτέρυγα λειτουργούσε σε καθεστώς αυστηρής μυστικότητας. Ο Μπέρια αρνούνταν να εγκρίνει την κατεδάφιση του GUM, αν δεν ήταν προηγουμένως έτοιμο για να στεγαστεί η υπηρεσία του το ψηλό κτίριο στην περιοχή Ζαριάντιε στο κέντρο της πόλης, σε μικρή απόσταση από την Κόκκινη πλατεία.
Το 1947 ήταν και πάλι έτοιμοι να κατεδαφίσουν το GUM. Τη φορά αυτή σχεδίαζαν να αναγείρουν στο σημείο που βρισκόταν ένα μνημείο της νίκης στον πόλεμο, μια παράξενη γιγαντιαία ροτόντα την οποία θα περιέβαλλαν εξέδρες. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι το GUM απλά στάθηκε τυχερό, επειδή ο Στάλιν δεν είχε προλάβει ακόμη να σκεφτεί ποια θα ήταν η μορφή της πλατείας της νίκης του...
Για τρίτη φορά το GUM έκλεισε το 1972. Το δεύτερο ισχυρότερο πρόσωπο στο Κομμουνιστικό Κόμμα της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Σούσλοφ, αποφάσισε να κλείσει το πολυκατάστημα με το επιχείρημα ότι «το παζάρι δεν έχει θέσει δίπλα από το μαυσωλείο». Έσωσε το GUM... η γούνα την οποία έραβαν στο ραφείο του GUM για τη «μεγάλη πριγκίπισσα της Σοβιετικής Ένωσης», Γκαλίνα Μπρέζνιεβα. Όταν αυτή έφτασε στο δοκιμαστήριο οι ράφτες της παραπονέθηκαν ότι αποχωρίζονται για πάντα με τους πελάτες καθώς το εργαστήριο ραπτικής κλείνει. Τι ακριβώς είπε η οργισμένη Μπρέζνιεβα παρέμεινε μυστικό, αλλά το GUM δεν πειράχτηκε.
Το 1953, ήδη μετά το θάνατο του Στάλιν, ο υπουργός Εμπορίου, Αναστάς Μικογιάν, ανοίγει το GUM σαν ένα εντελώς νέο πολυκατάστημα, ενώ είχε προηγηθεί εκτεταμένη ανακαίνιση. Το νέο GUM έγινε σύμβολο της εποχής της στασιμότητας, αν και είχε αναγγελθεί μια νέα πολιτική, η οποία θα έπρεπε να οδηγήσει από τον πόλεμο στην εποχή της αφθονίας αγαθών. Κάθε πρωί ηχούσε η ανακοίνωση: «Εργαζόμενοι του πολυκαταστήματος! Σε 5 λεπτά το κατάστημά μας ανοίγει. Λάβετε τις θέσεις εργασίας σας και ετοιμαστείτε για μια υποδειγματική εξυπηρέτηση των πελατών». Κατόπιν ακουγόταν ο κτύπος του ρολογιού του Κρεμλίνου, οι πόρτες άνοιγαν και στο μαγαζί εισέρρεαν πλήθη. Το GUM γέμιζε μέσα σε περίπου πέντε λεπτά, ενώ ήταν ακόμη 8 η ώρα το πρωί! Ο Μικογιάν δημιούργησε τη «φάμπρικα GUM» και αυτή λειτουργούσε υποδεχόμενη το 1/3 του πληθυσμού της ΕΣΣΔ μέσα στη διάρκεια του έτους.
Το 1936 ο Στάλιν είχε στείλει τον Μικογιάν για δυο μήνες στην Αμερική προκειμένου να μελετήσει την ελαφριά και τη βιομηχανία τροφίμων. Ο Μικογιάν έφερε από τις ΗΠΑ τον τρόπο λειτουργίας της γραμμής παραγωγής λουκάνικων, σαλαμιών, μπιφτεκιών (όλα όσα μετά έγιναν η «βιομηχανική επιχείρηση Μικογιάν»), την ιδέα του φαστ φουντ (είχε σκεφτεί σοβαρά ν’ ανοίξει στην ΕΣΣΔ το σοβιετικό McDonald's, αν και καθιέρωσε τελικά μόνο το σοβιετικό «χάμπουργκερ» υπό τη μορφή του μπιφτεκιού «Μικογιάν» με τιμή 7 καπίκια). Εκτός από αυτά όμως εφάρμοσε και την ιδέα ότι η ελαφριά βιομηχανία και εκείνη των τροφίμων, είναι μια μεγάλη βιομηχανία. Ο Μικογιάν εισήγαγε επίσης στο ρωσικό εμπόριο το πρότυπο του αμερικανικού πολυκαταστήματος «χωρίς πωλητή». Το κύριο πολυκατάστημα της χώρας αποτελούσε ταυτόχρονα και ένα πεδίο τεχνολογικών αναζητήσεων.
Αγαπημένο «τέκνο» του Μικογιάν ήταν το τμήμα μόδας του GUM. Αυτό είχε ασυνήθιστους για το ρωσικό εμπόριο στόχους, δηλαδή να σχεδιάζει ρούχα και να προωθεί τη μόδα. Οι ενδιαφερόμενοι να παρακολουθήσουν τις επιδείξεις, ήταν πάντοτε πολλοί. Το 1959 το τμήμα μόδας έκανε έναν απολογισμό από τον οποίο προέκυψε ότι τις επιδείξεις του GUM ανά τη Σοβιετική Ένωση και στο εξωτερικό παρακολούθησαν 500-600 χιλιάδες θεατές, ένα νούμερο, για το οποίο δεν θα μπορούσε να καυχηθεί ακόμα και ο οίκος Dior. Δεν ήταν όμως μόνο οι αριθμοί. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους 1959, οι δημόσιες επιδείξεις του γαλλικού οίκου υψηλής μόδας στο GUM ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος, με τις φωτογραφίσεις και τα πλάνα των μανεκέν της Dior να πραγματοποιούνται απευθείας στις εμπορικές ζώνες του πολυκαταστήματος.
Το κατάστημα έγινε το μέρος όπου οι γυναίκες της ΕΣΣΔ μπορούσαν να ελπίζουν πως θα μοιάσουν έστω λίγο στις διάσημες καλλονές του εξωτερικού. Εδώ ήταν που εμφανίστηκε και το θρυλικό τμήμα ειδικής εξυπηρέτησης υπ’ αριθμ. 200 της ελίτ του κόμματος. Το μέρος, όπου την εποχή των ελλείψεων σε κάποια αγαθά, μπορούσε κανείς ν’ αγοράσει ρούχα Chanel, το σχεδόν άπιαστο όνειρο των ηθοποιών, μπαλαρίνων, διπλωματών και παραγωγών της τηλεόρασης. Το τμήμα αυτό αποτελούσε κρατικό μυστικό και στην είσοδό του από την Κόκκινη πλατεία υπήρχε ειδική αστυνομική φρουρά. Στα μέλη του πολιτικού γραφείου και στις γυναίκες τους επιτρεπόταν να εισέλθουν χωρίς άδεια εισόδου. Οι υπόλοιποι «γνωστοί» μπορούσαν να βρεθούν εκεί μόνο με άδεια εισόδου μιας χρήσης. Για παράδειγμα, ο Γιούρι Γκαγκάριν έλαβε την άδεια μιας εισόδου στο τμήμα αρ. 200 ύστερα από την πτήση του στο διάστημα.